ντηριέμαι

ντηριέμαι
και ντηρούμαι
(διαλ.)
1. κομπιάζω κατά την ομιλία
2. διστάζω, δειλιάζω, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντηροῦμαι «δειλιάζω, διστάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. Ο τ. ἐντηροῦμαι < ἐν + τηροῦμαι «παρατηρώ, φροντίζω, φυλάσσω». Η σημ. «φοβάμαι» προήλθε με φυσική εξέλιξη από τη σημ. «προσέχω, φροντίζω τον εαυτό μου, προφυλάσσομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”